επωμαδιος

επωμαδιος
    ἐπωμάδιος
    ἐπ-ωμάδιος
    2
    находящийся на плечах или за плечами
    

(πτέρυγες Theocr.)

    ἐπωμάδιον βάρος αἴρειν Anth. — взвалить (себе) груз на плечи


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επωμαδιος" в других словарях:

  • επωμάδιος — ἐπωμάδιος, ον και ος, ία, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στους ώμους ή φέρεται επάνω στους ώμους (α. «πτέρυγας γὰρ ἐπωμαδίας φορεῑ», Θεόκρ. β. «ἐπωμάδιον... ἔχων τόν... σταυρὸν ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν ὁ Ἰησοῡς», Ωριγ.) αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ἐπωμάδιος — on the shoulders masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμάδιον — ἐπωμάδιος on the shoulders masc/fem acc sg ἐπωμάδιος on the shoulders neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμαδίῳ — ἐπωμάδιος on the shoulders masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμάδια — ἐπωμάδιος on the shoulders neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωμάδιοι — ἐπωμάδιος on the shoulders masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επώμιο — το (AM ως επίθ. ἐπώμιος, ον) νεοελλ. μικρό ορθογώνιο ύφασμα στους ώμους τών στρατιωτικών χιτωνίων και τής μικρής στολής τών αξιωματικών με τα διακριτικά τής μονάδας και τού βαθμού αρχ. μσν. 1. ο επωμάδιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπώμιον το ωμοφόριο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»